- ποδηλάτις
- η, Νβλ. ποδηλάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδηλάτης — ο, θηλ. ποδηλάτισσα και ποδηλάτις, Ν οδηγός ποδηλάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδήλατο. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek